χηνοβοσκία

χηνοβοσκία
ἡ, Α [χηνοβοσκός]
η χηνοτροφία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χηνοβόσκια — χηνοβόσκιον place for feeding geese neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηνοβοσία — ἡ, Α η χηνοβοσκία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + βοσία (< βοτος < βόσκω), πρβλ. γερανο βοσία] …   Dictionary of Greek

  • Πανοπολίτης — Ένας από τους νομούς της αρχαίας Αιγύπτου, όπου βρισκόταν και η πόλη Πανόπολη. Στο νομό αυτό βρίσκονταν και οι μεγάλοι οικισμοί Λεπιδωτών πόλις (σήμερα Μεσάγιεχ), Χηνοβοσκία (σήμερα Κασρ αλ Σαγιάντ) και Καινή (σήμερα Κένα). Έχουν σωθεί νομίσματά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”